- τιτανίτης
- ο, Ν(ορυκτ.) άλλη ονομασία τού πυριτικού ορυκτού σφήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Titanit (< νεολατ. titanium < Τιτάν). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφήνα — Απλό εργαλείο που αποτελείται από ένα στερεό ανθεκτικό σώμα πρισματικής μορφής με διατομή ισοσκελούς τρίγωνου. Με το εργαλείο αυτό εξασκούνται στις δύο ίσες πλευρές του τρίγωνου (πλευρά της σ.) δυνάμεις ανώτερες εκείνων που εξασκούνται στη βάση… … Dictionary of Greek
τιτάνιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ti· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 22, ατομικό βάρος 47,90 και 5 σταθερά ισότοπα. Δεν βρίσκεται ελεύθερο στη φύση, αλλά είναι αρκετά… … Dictionary of Greek